- επόμνυμι
- ἐπόμνυμι και ἐπομνύω (Α)1. κατόπιν, εν συνεχεία ορκίζομαι («ὧς ἔφαθ’ οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον, ὡς ἐκέλευε» — έτσι είπε, κι όλοι οι άλλοι στη συνέχεια ορκίζονταν όπως τούς έλεγε, Ομ. Ιλ.)β. «καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῡμαι» — και επί πλέον θα κάνω μεγάλο όρκο, Ομ. Ιλ.)2. ορκίζομαι στο όνομα κάποιου θεού ή κάποιου ιερού ή στενού δεσμού (α. «ἥλιον ἐπόμνυμι» β. «μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι» γ. «ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν» δ. «ἐπομοσάμενος κατὰ πάντων θεῶν» ε. «oἱ δὲ κατὰ χηνῶν καὶ πλατάνων ἐπώμνυντο» Λουκιαν.)3. συμφωνώ, επιδοκιμάζω ή αποδέχομαι με όρκο.
Dictionary of Greek. 2013.